- ἀνατειχισμός
- ἀνα-τειχισμός, Herstellung, Wiederaufbau einer Mauer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανατειχισμός — ο (Α ἀνατειχισμός) ανοικοδόμηση ή επιδιόρθωση τείχους … Dictionary of Greek
ἀνατειχισμόν — ἀνατειχισμός rebuilding of walls masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατείχιση — ανατείχιση, η και ανατειχισμός, ο η οικοδόμηση από την αρχή τείχους ή η ανοικοδόμηση γκρεμισμένου: Μετά τα μηδικά έγινε ανατείχιση της Αθήνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)